- διαβάλλω
- (AM διαβάλλω)κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώαρχ.1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω3. διαβαίνω, υπερβαίνω4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν5. διαφωνώ6. κατηγορώ ή λοιδορώ κάποιον για κάτι7. διαστρέφω, παρουσιάζω κάτι όχι όπως είναι στην πραγματικότητα για να τό συκοφαντήσω ή να τό λοιδορήσω8. εξαπατώ με ψευδείς πληροφορίες9. (παθ. με δοτ.) γίνομαι ύποπτος, μισητός.
Dictionary of Greek. 2013.